Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


μαχαιρώνω
ρήμα μεταβατικό

1 accoltellare
2 pugnalare (vt)
3 sbuzzare (vt)
4 tirare colpi di coltello
5 inferire una coltellata

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  μαχαιρώνομαι μαχαλάς  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---