Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


μαέστρος
ουσιαστικό αρσενικό

1 [ορχήστρας] direttore (m)
2 [δεξιοτέχνης] maestro

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  μαεστρία μάζα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---