GrecoItaliano


μάινα
ουσιαστικό ουδέτερο

α. (ναυτ.) πρόσταγμα για να χαλαρωθούν τα σκοινιά, να υποσταλούν τα πανιά κτλ.: ~ το σκοινί / την αλυσίδα / τα πανιά. β. (λογοτ.) πρόσταγμα για να ακινητοποιηθεί κτ.: ~ τη βάρκα ν΄ ανεβώ. ETIMOLOGIA [βεν. maina προστ. του ρ. mainar `μαϊνάρω΄]

permalink



Sfoglia il dizionario




{{ID:MAINA100}}
---CACHE---