GrecoItaliano


μαλλί
ουσιαστικό ουδέτερο

1 capello
2 [μάλλινο] lana

permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


το αγνό παρθένο μαλλί = pura lana [θηλ.] vergine || το κόψιμο των μαλλιών = taglio [αρσ.] di capelli || το μαλλί της γριάς = zucchero [αρσ.] filato



Sfoglia il dizionario




{{ID:MALLI100}}
---CACHE---