Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›μέλι

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

μέλι
ουσιαστικό ουδέτερο

miele (m)

permalink
‹ μέλημα
μελίγγι ›


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


ο μήνας του μέλιτος = luna [θηλ.] di miele



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

μελετημένος [επίθ.]
μελετηρός [επίθ.]
μελετητής {μελετητρι...
μελετώ {μελιάς......
μέλημα {μελήμ-ατο...
μέλι {μελιού κ....
μελίγγι [ουσ ουδ.]
μελίγκρα {χωρ. γεν....
μελικός [επίθ.]
μελίρρυτος [επίθ.]
μέλισμα {μελίσμ-ατ...
μελισματικός [επίθ.]
μέλισσα {μελισσών}
μέλισσες [θηλ. ουσ πληθ.]
μελίσσι {μελισσ-ιο...
μελισσοκομία {χωρ. πληθ...
μελισσοκομικός [επίθ.]
μελισσοκόμος [ουσ αρσ και θηλ.]
μελισσολόι {χωρ. γεν....
μελισσοτρόφος [ουσ αρσ ]


{{ID:MELI100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti