GrecoItaliano


μεταφορά
ουσιαστικό θηλυκό

1 trasporto
2 [μετάφραση] traduzione (f)
3 [ταινίας] trascrizione (f), sbobinatura

permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


τα δημόσια μέσα μεταφοράς = mezzi [αρσ. πλυθ.] pubblici



Sfoglia il dizionario




{{ID:METAFORA100}}
---CACHE---