GrecoItaliano


μηχανή
ουσιαστικό θηλυκό

1 macchina
2 [κινητήρας] motore (m)
3 [μοτοσυκλέτα] motocicletta

permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


η βάρκα με μηχανή = barca [θηλ.] a motore || η φωτογραφική μηχανή = macchina [θηλ.] fotografica || η ξυριστική μηχανή = rasoio [αρσ.] elettrico



Sfoglia il dizionario




{{ID:MHCANH100}}
---CACHE---