Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›μητρικός

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

μητρικός
επίθετο

materno

permalink
‹ μητρικά
μητροκτονία ›


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


η μητρική γλώσσα = lingua [θηλ.] madre



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

μητραλοίας {μητραλοιώ...
μητριά [θηλ.ουσ]
μητριαρχία {χωρ. πληθ...
μητριαρχικός [επίθ.]
μητρικά [επίρ.]
μητρικός [επίθ.]
μητροκτονία {μητροκτον...
Μητροκτονικός [επίθ.]
μητροκτόνος [ουσ αρσ και θηλ.]
μητρόπολη [-εις]
μητροπολίτης {μητροπολι...
μητροπολιτικός [επίθ.]
μητρορραγία {μητρορραγ...
μητρότητα [θηλ.ουσ]
μητρυιά [θηλ.ουσ]
μητρωνυμικός [επίθ.]
μητρώνυμο {μητρωνύμ-...
μητρώο [ουσ ουδ.]
μηχανάκι {χωρ. γεν....
μηχανέλαιο [ουσ ουδ.]


{{ID:MHTRIKOS100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti