Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›μονότονα

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

μονότονα
επίρρημα

1 pedestremente
2 prosaicamente
3 stolidamente
4 uggiosamente

permalink
‹ μονοτόκος
μονοτονία ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

μονόστιχο [ουσ ουδ.]
μονοσυλλαβικός [επίθ.]
Μονοσύλλαβο [ουσ ουδ.]
μονοσύλλαβος [επίθ.]
μονοτόκος [επίθ.]
μονότονα [επίρ.]
μονοτονία {χωρ. πληθ...
μονότονος [επίθ.]
Μονοτρήματα [ουσ ουδ πληθ.]
μονοτυπία {μονοτυπιώ...
Μονότυπος [επίθ.]
μονοφασικός [επίθ.]
μονοφθάλμιος [επίθ.]
μονόφθαλμος [επίθ.]
μονόφθογγος [επίθ.]
μονοφοβία [θηλ.ουσ]
μονοφυής {μονοφυ-ού...
μονοφυλετικός [επίθ.]
μονοφυλετικότητα [θηλ.ουσ]
μονοφυσίτης [ουσ αρσ ]


{{ID:MONOTONA100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti