Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›μοσχοβολώ

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

μοσχοβολώ
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

1 aulire
2 olezzare (vi)
3 profumare (vi)

permalink
‹ μοσχοβόλος
μοσχοκάρυδο ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Μοσχοβίτης [ουσ αρσ ]
μοσχοβίτικος [επίθ.]
μοσχοβόλημα [ουσ ουδ.]
μοσχοβολιά [θηλ.ουσ]
μοσχοβόλος [επίθ.]
μοσχοβολώ {μοσχοβολά...
μοσχοκάρυδο [ουσ ουδ.]
μοσχολίβανο [ουσ ουδ.]
μοσχομυρίζω {μοσχομύρι...
μοσχομυρισμένος [επίθ.]
μοσχοπόντικας [ουσ αρσ ]
μόσχος [ουσ αρσ ]
μοσχοστάφυλο [ουσ ουδ.]
μοτέλ [ουσ ουδ.]
μοτέρ [ουσ ουδ.]
μοτέτο [ουσ ουδ.]
μοτίβο [ουσ ουδ.]
μότο [ουσ ουδ.]
μότο–κρος [ουσ ουδ.]
μοτοποδήλατο {μοτοποδηλ...


{{ID:MOSCOBOLW100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti