Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›μπανίζω

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

μπανίζω
ρήμα μεταβατικό

vedere

permalink
‹ μπανιερό
μπάνικος ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

μπανιαρίζω {μπανιάρισ...
μπανιάρισμα [ουσ ουδ.]
μπανιάρω [ρ. μτβ.]
μπανιέρα {μπανιερών...
μπανιερό [ουσ ουδ.]
μπανίζω {μπάνισα} ...
μπάνικος [επίθ.]
μπάνιο [ουσ ουδ.]
μπανιστήρι {μπανιστηρ...
μπανιστής [ουσ αρσ ]
μπανιστιρτζής [ουσ αρσ ]
μπάνκα {χωρ. γεν....
μπάντα {χωρ. γεν....
μπαντάρισμα [ουσ ουδ.]
μπαντάρω {μπαντάρισ...
μπάντζο [ουσ ουδ.]
μπαξές {μπαξέδες}
μπαουλιάζω [ρ.]
μπαούλο [ουσ ουδ.]
μπαρ [ουσ ουδ.]


{{ID:MPANIZW100}}

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti