Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ναυλώνω
ρήμα μεταβατικό

1 noleggiare
2 [ναυλωμένη πτήση] volo charter

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ναύλωμα ναύλωση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---