Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


νύχι
ουσιαστικό ουδέτερο

1 unghia
2 [αλόγων] zoccolo
3 [πουλιών] artiglio

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  νυφοπάζαρο νυχιά  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


το νύχι που μπήκε στο χρέας = unghia [θηλ.] incarnita


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---