Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›οφείλω

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

οφείλω
ρήμα μεταβατικό

dovere

permalink
‹ οφειλόμενος
όφελος ›


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


οφείλεται = essere dovuto



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

οφείλει [ρ.]
οφείλεται [ρ.]
οφειλέτης {οφειλετών...
οφειλή [θηλ.ουσ]
οφειλόμενος [επίθ.]
οφείλω (μόνο στο ...
όφελος [ουσ ουδ.]
Οφηλία [θηλ.ουσ]
οφθαλμαπάτη [θηλ.ουσ]
οφθαλμία [θηλ.ουσ]
οφθαλμίατρος [ουσ αρσ και θηλ.]
οφθαλμικός [επίθ.]
οφθαλμοκινητικός [επίθ.]
οφθαλμολογία [θηλ.ουσ]
οφθαλμολογικός [επίθ.]
οφθαλμολόγος [ουσ αρσ και θηλ.]
οφθαλμομετρία [θηλ.ουσ]
οφθαλμόμετρο [ουσ ουδ.]
οφθαλμός [ουσ αρσ ]
οφθαλμοσκοπία [θηλ.ουσ]


{{ID:OFEILW100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti