Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ογκώδης
επίθετο

1 grave
2 grosso
3 ingombrante
4 massiccio
5 massivo
6 materiale
7 pesante
8 voluminoso
9 di gran mole

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ογκούμαι ογκώνομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---