Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›ολυμπιακός

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

ολυμπιακός
επίθετο

olimpico

permalink
‹ ολυμπιάδα
ολυμπιονίκης ›


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


οι Ολυμπιακοί Αγώνες [m.] = Olimpiadi [θηλ. πλυθ.]



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

ολόχρυσος [επίθ.]
ολόψυχα [επίρ.]
ολόψυχος [επίθ.]
Ολυμπία {Ολυμπίων}
ολυμπιάδα [θηλ.ουσ]
ολυμπιακός [επίθ.]
ολυμπιονίκης {(θηλ. ολυ...
ολύμπιος [επίθ.]
ολυμπισμός {χωρ. πληθ...
Όλυμπος {-ου κ. -ύ...
ολωσδιόλου [επίρ.]
ομάδα {-ας κ. (λ...
ομαδικά [επίρ.]
ομαδικός [επίθ.]
ομαδοποίηση [θηλ.ουσ]
ομαδοποιούμαι [ρ.]
ομαδοποιώ {ομαδοποιε...
ομαλά [επίρ.]
ομαλίζω {ομάλισ-α,...
ομάλιση [θηλ.ουσ]


{{ID:OLYMPIAKOS100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti