Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›ονειδιστικός

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

ονειδιστικός
επίθετο

1 derisorio
2 ignominioso
3 insultante
4 insultatore
5 irrisorio
6 oltraggioso

permalink
‹ ονειδισμός
όνειδος ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

ομώνυμος [επίθ.]
όμως [σύνδ.]
ον [ουσ ουδ.]
ονειδίζω {ονείδισ-α...
ονειδισμός [ουσ αρσ ]
ονειδιστικός [επίθ.]
όνειδος [ουσ ουδ.]
ονειρεμένα [επίρ.]
ονειρεμένος [επίθ.]
ονειρεύομαι (ονειρ-εύτ...
ονειρευτός [επίθ.]
ονειριάζομαι {ονει-ριάσ...
ονειρικός [επίθ.]
όνειρο {ονείρ-ου ...
ονειροβατώ {ονειροβατ...
ονειρογέννητος [επίθ.]
ονειρολογία [θηλ.ουσ]
ονειρομαντεία [θηλ.ουσ]
ονειροπαρμένος [επίθ.]
ονειροπλασμένος [επίθ.]


{{ID:ONEIDISTIKOS100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti