Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›ορίζω

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

ορίζω
ρήμα μεταβατικό

1 [καθορίζω] fissare
2 [θέτω τα όρια] delimitare
3 [δίνω ορισμό] definire
4 [επιλέγω] nominare
5 [δίνω διαταγή] comandare

permalink
‹ οριζοντίωση
ορίζων ›


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


ορίστε! = favorisca!



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

ορίζοντας {οριζόντων...
οριζόντια [επίρ.]
οριζόντιος [επίθ.]
οριζοντιώνω {οριζοντίω...
οριζοντίωση [θηλ.ουσ]
ορίζω {όρισ-α, -...
ορίζων [ουσ ουδ.]
όριο {ορί-ου | ...
οριοθετώ {οριοθετεί...
ορισμένοι [αντων.]
ορισμένος [επίθ.]
ορισμός [ουσ αρσ ]
ορίστε [επιφ.]
οριστικά [επίρ.]
οριστική [θηλ.ουσ]
οριστικοποιώ [ρ.]
οριστικός [επίθ.]
οριστικότητα [θηλ.ουσ]
οριστικώς [επίρ.]
ορκίζομαι [ρ. παθ.]


{{ID:ORIZW100}}

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti