GrecoItaliano


ουσία
ουσιαστικό θηλυκό

sostanza

permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


ο έλεγχος για χρήση αναβολικών ουσιών = controllo [αρσ.] antidoping || στην ουσία = in pratica || οι ναρκωτικές ουσίες [f.] = sostanze [θηλ. πλυθ.] stupefacenti



Sfoglia il dizionario




{{ID:OYSIA100}}
---CACHE---