Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


παίζω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

1 giocare
2 musica suonare
3 teatro recitare

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  παιζογελώ παίκτης  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


το παίζω άνετος = fare il disinvolto


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---