Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›πάλι

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

πάλι
επίρρημα

1 ancora
2 [ξανά] di nuovo
3 [εξάλλου] invece

permalink
‹ πάλη
παλιά ›


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


ξανά, πάλι = di nuovo || ξεκινώ πάλι = rimettersi in marcia



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

πάλεμα [ουσ ουδ.]
παλέτα {παλετών}
παλετάρω [ρ.]
παλεύω {πάλεψα} (...
πάλη {χωρ. πληθ...
πάλι [επίρ.]
παλιά [επίρ.]
παλιάλογο [ουσ ουδ.]
παλιάνθρωπε! [επιφ.]
παλιανθρωπιά [θηλ.ουσ]
παλιανθρωπίστικος [επίθ.]
παλιάνθρωπος {παλιανθρώ...
παλιατζής {παλιατζήδ...
παλιατζίδικο [ουσ ουδ.]
παλιατζούρες [θηλ. ουσ πληθ.]
παλιατσαρία {χωρ. γεν....
παλιατσαρίες [θηλ. ουσ πληθ.]
παλιάτσος [ουσ αρσ ]
παλιγγενεσία {χωρ. πληθ...
παλικαράκι [ουσ ουδ.]


{{ID:PALI100}}

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti