Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›παρέμβυσμα

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

παρέμβυσμα
ουσιαστικό ουδέτερο

1 bordatura
2 gerlo

permalink
‹ παρεμβολή
παρεμπιπτόντως ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

παρέμβαση {-ης κ. -ά...
παρεμβατικός [επίθ.]
παρεμβατισμός [ουσ αρσ ]
παρέμβλημα {παρεμβλήμ...
παρεμβολή [θηλ.ουσ]
παρέμβυσμα {παρεμβύσμ...
παρεμπιπτόντως [επίρ.]
παρεμπίπτω {παρατ. πα...
παρεμποδίζομαι [ρ.]
παρεμποδίζω {παρεμπόδι...
παρεμπόδιση [θηλ.ουσ]
παρεμποδιστικός [επίθ.]
παρέμφαση [θηλ.ουσ]
παρεμφερής {παρεμφερ-...
παρενδυσία {χωρ. πληθ...
παρενείρω [ρ.]
παρενέργειες [θηλ. ουσ πληθ.]
παρένθεση {-ης κ. -έ...
παρενθετικά [επίρ.]
παρενθετικός [επίθ.]


{{ID:PAREMBYSMA100}}

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti