Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


παύω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

1 [σταματώ] smettere, cessare
2 [απολύω] licenziare

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  παυσίπονος παφ!  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---