Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


πειθώ
ουσιαστικό θηλυκό

persuasione (f)

πείθω
ρήμα μεταβατικό

persuadere, convincere

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  πείθομαι πείνα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---