Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›περίβολος

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

περίβολος
ουσιαστικό αρσενικό

1 cortile
2 [τοίχος] muro di cinta

permalink
‹ περιβολίσιος
περιβραχιόνιο ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

περιβολάρικος [επίθ.]
περιβολάρισσα {χωρ. γεν....
περιβολή [θηλ.ουσ]
περιβόλι {περιβολ-ι...
περιβολίσιος [επίθ.]
περίβολος {περιβόλ-ο...
περιβραχιόνιο {περιβραχι...
περιβρέχω αόρ. περιέ...
περιγαστρίτιδα [θηλ.ουσ]
περιγεγραμμένος [επίθ.]
περίγειο {περιγεί-ο...
περιγελαστικός [επίθ.]
περιγέλαστος [επίθ.]
περιγέλιο [ουσ ουδ.]
περίγελος [ουσ αρσ ]
περιγελώ {περιγελάς...
περιγιάλι {δύσχρ. πε...
περίγλυφος [επίθ.]
περιγόνιο [ουσ ουδ.]
περίγραμμα {περιγράμμ...


{{ID:PERIBOLOS100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti