Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


πεζοπορία
ουσιαστικό θηλυκό

1 camminata
2 scarpinata
3 viaggio a piedi
4 escursione a piedi

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  πεζοναύτες πεζοπόρος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---