Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›πικάρισμα

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

πικάρισμα
ουσιαστικό ουδέτερο

1 fiele
2 punzecchiamento
3 punzecchiatura
4 risentitezza
5 sfottimento
6 sfottitura

permalink
‹ πικ απ
πικαρισμένα ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

πιθυμιά [θηλ.ουσ]
πίκα [θηλ.ουσ]
πικάντικος [επίθ.]
πικαντικός [επίθ.]
πικ απ {άκλ.}
πικάρισμα [ουσ ουδ.]
πικαρισμένα [επίρ.]
πικαρισμένος [επίθ.]
πικάρομαι [ρ.]
πίκλα [θηλ.ουσ]
πίκλες [θηλ. ουσ πληθ.]
πικ νικ [ουσ ουδ.]
πίκολο {άκλ.}
πίκρα {χωρ. γεν....
πικρά [επίρ.]
πικραγγουριά [θηλ.ουσ]
πικράδα {χωρ. πληθ...
πικραίνομαι μππ. πικρα...
πικραίνω {πίκρα-να,...
πικραλίδα [θηλ.ουσ]


{{ID:PIKARISMA100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti