Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›πιτζάμα

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

πιτζάμα
ουσιαστικό θηλυκό

pigiama (m)

permalink
‹ πιτάκι
πιτζάμες ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

πισωδρόμηση [θηλ.ουσ]
πισωδρόμισμα [ουσ ουδ.]
πισωδρομώ {πισωδρομε...
πίτα {πιτών}
πιτάκι [ουσ ουδ.]
πιτζάμα {πιτζαμών}
πιτζάμες [θηλ. ουσ πληθ.]
πίτουρα [θηλ.ουσ]
πίτουρο [ουσ ουδ.]
πιτούρο [ουσ ουδ.]
πίτσα {χωρ. γεν....
πιτσαρία {δύσχρ. πι...
πιτσικάτο [ουσ ουδ.]
πιτσίλα [θηλ.ουσ]
πιτσιλάω [ρ.]
πιτσιλιά [θηλ.ουσ]
πιτσιλίζομαι [ρ.]
πιτσιλίζω (πιτσίλ-ισ...
πιτσίλισμα [ουσ ουδ.]
πιτσιλισμένος [επίθ.]


{{ID:PITZAMA100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti