Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›πλάνο

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

πλάνο
ουσιαστικό ουδέτερο

1 disegno
2 piano
3 progetto
4 proposito
5 scena
6 tracciato

permalink
‹ πλανισμένος
πλανόβιος ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

πλανητολόγος [ουσ αρσ ]
πλανιέμαι μππ. και π...
πλανίζω {πλάνισ-α,...
πλάνισμα [ουσ ουδ.]
πλανισμένος [επίθ.]
πλάνο [ουσ ουδ.]
πλανόβιος [επίθ.]
πλανόδιος [επίθ.]
πλάνος [επίθ.]
πλάνταγμα {πλαντάγμ-...
πλαντάζω {πλάντα-ξα...
πλανώ [-άς, -ά] ...
πλανώμαι μππ. και π...
πλανώμενος [επίθ.]
πλασέμπο {άκλ.}
πλάση {χωρ. πληθ...
πλασιέ {άκλ.}
πλάσιμο {πλασίμ-ατ...
πλάσμα {πλάσμ-ατο...
πλασματάκι [ουσ ουδ.]


{{ID:PLANO100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti