GrecoItaliano


πληροφορία
ουσιαστικό θηλυκό

informazione (f)

permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


οι υπηρεσίες [f.] πληροφοριών = servizi [αρσ. πλυθ.] segreti || το γραφείο πληροφοριών = ufficio [αρσ.] informazioni



Sfoglia il dizionario




{{ID:PLHROFORIA100}}
---CACHE---