GrecoItaliano


πόλεμος
ουσιαστικό αρσενικό

guerra

permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


ο χημικός πόλεμος = guerra [θηλ.] chimica || ο εμφύλιος πόλεμος = guerra [θηλ.] civile || ο παγκόσμιος πόλεμος = guerra [θηλ.] mondiale



Sfoglia il dizionario




{{ID:POLEMOS100}}