Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›πορφυρός

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

πορφυρός
επίθετο

1 carminio
2 fiammato
3 ostro
4 paonazzo
5 porporino
6 porporone
7 purpureo
8 rosso
9 scarlatto
10 vermeil
11 violaceo

permalink
‹ πορφυροειδής
πορφυρόχρους ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

πορφυρένιος [επίθ.]
πορφυρίζω {μόνο σε ε...
πορφυρίτης {χωρ. γεν....
πορφυριτικός [επίθ.]
πορφυροειδής [ουσ αρσ ]
πορφυρός [επίθ.]
πορφυρόχρους [επίθ.]
πορώδης {πορώδ-ους...
Ποσειδών {Ποσειδώνο...
πόση {-ης κ. -ε...
πόσιμος [επίθ.]
ποσό [ουσ ουδ.]
πόσο [επίρ.]
ποσολογία {χωρ. πληθ...
ποσόν [ουσ ουδ.]
πόσος [αντων.]
ποσοστό [ουσ ουδ.]
ποσόστωση {-ης κ. -ώ...
ποσότητα {ποσοτήτων...
ποσοτικά [επίρ.]


{{ID:PORFYROS100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti