GrecoItaliano


πράκτορας
ουσιαστικό αρσενικό

agente (m)

permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


ο ταξιδιωτικός πράκτορας = agente [αρσ. και θηλ.] di viaggi || ο μυστικός πρακτόρας = agente [αρσ. και θηλ.] segreto



Sfoglia il dizionario




{{ID:PRAKTORAS100}}
---CACHE---