Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›πυράγρα

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

πυράγρα
ουσιαστικό θηλυκό

1 molla
2 paletta
3 molle per il fuoco

permalink
‹ πυρά
πυρακτωμένος ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

πυορροώ {πυορροείς...
πυουρία {πυουριών}
πυρ το Ο γεν. ...
πύρα {χωρ. πληθ...
πυρά {χωρ. πληθ...
πυράγρα [θηλ.ουσ]
πυρακτωμένος [επίθ.]
πυρακτώνομαι [ρ.]
πυρακτώνω {πυράκτω-σ...
πυράκτωση {-ης κ. -ώ...
πυραμίδα [θηλ.ουσ]
πυραμιδικός [επίθ.]
πυραμιδοειδής {πυραμιδοε...
πυρασφαλής [επίθ.]
πυραυλικός [επίθ.]
πύραυλος {πυραύλ-ου...
πύραυνο [ουσ ουδ.]
πυργίσκος [ουσ αρσ ]
πύργος [ουσ αρσ ]
πυργώνομαι [ρ.]


{{ID:PYRAGRA100}}

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti