Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


πυροβολητής
ουσιαστικό αρσενικό

1 armiere
2 artigliere
3 cannoniere
4 servente
5 sparatore

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  πυροβολαρχία πυροβολικό  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---