Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


θαλασσοπόρος  
ουσιαστικό αρσενικό

navigato`re ~m~, naviga`nte ~m~~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  θαλασσοπορία θαλασσοπορώ  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---