Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


θαλπωρή  
ουσιαστικό θηλυκό

1 calo`re ~m~ conforte`vole, tepo`re ~m~
2 tepo`re ~m~, confo`rto ~m~ οικογενειακή θαλπωρή == tepore della famiglia

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  θάλπω θάμα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---