Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


θανάσιμα  
επίρρημα

mortalmente, a morte λαβώθηκε θανάσιμα == fu ferito mortalmente | μισώ θανάσιμα == odiare a morte | πλήττω θανάσιμα == essere mortalmente annoiato, essere annoiato a morte

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  θαμώνες θανάσιμος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---