Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


θάρρος  
ουσιαστικό αρσενικό

1 cora`ggio ~m~, ardime`nto ~m~ αντιμετώπισε τo θάνατo με θάρρoς == affrontò la morte con coraggio | χάνω τo θάρρoς μού == perdersi d'animo
2 fidu`cia ~f~, cora`ggio ~m~ έχω τo θάρρος της γνώμης μού == avere il coraggio delle proprie opinioni
3 familiarità ~f~, confide`nza ~f~ μην του δίνεις πολύ θάρρος == non dargli troppa confidenza | πήρες πολύ θάρρoς == ti sei preso troppa confidenza | έλαβα τo θάρρoς να… == mi sono preso il permesso di…

θάρρος  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 cora`ggio
2 οικειότητα confide`nza ~f~

θάρσος
ουσιαστικό ουδέτερο

lo stesso che [θάρρος ^-ου, το^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  θάρρο θαρρώ  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---