Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›θεατράνθρωπος

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

θεατράνθρωπος  
ουσιαστικό αρσενικό

uomo ~m~ di teatro

permalink
‹ θεατός
θεατρικά ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

θεάρεστος [επίθ.]
θέαση {-ης κ. -ά...
θεατές [ουσ αρσ πληθ.]
θεατής [ουσ αρσ ]
θεατός [επίθ.]
θεατράνθρωπος {θεατρανθρ...
θεατρικά [επίρ.]
θεατρικός [επίθ.]
θεατρικότητα {χωρ. πληθ...
θεατρίνα {χωρ. γεν....
θεατρινισμός [ουσ αρσ ]
θεατρινίστικα [επίρ.]
θεατρινίστικος [επίθ.]
θεατρίνος [ουσ αρσ ]
θέατρο {θεάτρ-ου ...
θεατρογράφος [ουσ αρσ ]
θεατρόκοσμος [ουσ αρσ ]
θεατρόφιλος [επίθ.]
θεατρόφιλος [ουσ αρσ και θηλ.]
θεατρώνης {δύσχρ. θε...


{{ID:QEATRANQRWPOS100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti