Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


θείος  
επίθετο

1 divi`no, di Dio θεία πρόνoια == divina provvidenza | θεία βούληση == volontà divina
2 santo, sacro θεία λειτουργία == la Santa Messa | η Θεία Κωμωδία == letteratura la Divina Commedia
3 (fig) divi`no, ecce`lso, supre`mo θεία μoυσική == musica divina

θείος  
ουσιαστικό αρσενικό

1 zio ~m~
2 ((popolare)) appellativo rivolto ad un adulto zio ~m~, barba ~m~

θεία  
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [θειος]
2 zi`a ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  θειορκίζω θειότητα  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


η Θεία Δίκη = la giustizia [θηλ.] divina


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---