Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›θερμιδομετρία

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

θερμιδομετρία  
ουσιαστικό θηλυκό

1 calorimetri`a ~f~
2 ebullioscopi`a ~f~

permalink
‹ θερμιδικός
θερμιδομετρικός ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

θερμάστρα {θερμαστρώ...
θέρμες [θηλ. ουσ πληθ.]
θέρμη {χωρ. πληθ...
θερμίδα [θηλ.ουσ]
θερμιδικός [επίθ.]
θερμιδομετρία {θερμιδομε...
θερμιδομετρικός [επίθ.]
θερμιδόμετρο {θερμιδομέ...
θερμικός [επίθ.]
θερμιονικός [επίθ.]
θερμιόνιο [ουσ ουδ.]
θερμίστορ [ουσ ουδ.]
θερμόαιμος [επίθ.]
θερμοαναισθησία [θηλ.ουσ]
θερμοβαρόμετρο [ουσ ουδ.]
θερμογαλβανόμετρο [ουσ ουδ.]
θερμογένεση [θηλ.ουσ]
θερμογονία [θηλ.ουσ]
θερμογόνος [επίθ.]
θερμογράφημα [ουσ ουδ.]


{{ID:QERMIDOMETRIA100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti