GrecoItaliano


θερμοσίφωνας  
ουσιαστικό αρσενικό

scaldaba`gno ~m~

θερμοσίφωνο
ουσιαστικό ουδέτερο

variante di [θερμοσίφωνας]

permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


ο ηλιακός θερμοσίφωνας = pannello [αρσ.] solare || ο θερμοσίφωνας μπάνιου = scaldabagno [αρσ.]



Sfoglia il dizionario




{{ID:QERMOSIFWNAS100}}
---CACHE---