Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


θυελλώδης  
επίθετο

tempesto`so, burrasco`so, impetuo`so ((anche in senso figurato)) θυελλώδεις άνεμοι == venti impetuosi | θυελλώδης σχέση == relazione burrascosa

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  θύελλα θυελλωδώς  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---