Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›θυελλώδης

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

θυελλώδης  
επίθετο

tempesto`so, burrasco`so, impetuo`so ((anche in senso figurato)) θυελλώδεις άνεμοι == venti impetuosi | θυελλώδης σχέση == relazione burrascosa

permalink
‹ θύελλα
θυελλωδώς ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

θρυψαλιασμένος [επίθ.]
θρύψαλο [ουσ ουδ.]
θυγατέρα [θηλ.ουσ]
θυγατρικός [επίθ.]
θύελλα {-ας κ. (λ...
θυελλώδης [επίθ.]
θυελλωδώς [επίρ.]
Θυέστης [κύρ.όν. αρσ.]
θύλακας [ουσ αρσ ]
θυλάκιο [ουσ ουδ.]
θυλακίτιδα [θηλ.ουσ]
θυλακοειδής {θυλακοειδ...
θύλακος {θυλάκ-ου ...
θυλακώδης [επίθ.]
θύλαξ [ουσ αρσ ]
θύμα {θύμ-ατος ...
θυμάμαι {θυμάσαι.....
θυμάρι {θυμαρ-ιού...
θυμέλη {σπάν. θυμ...
θυμηδία {χωρ. πληθ...


{{ID:QYELLWDHS100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti