Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ρεμβασμός
ουσιαστικό αρσενικό

1 distrazione
2 fantasticheria
3 romanticheria
4 romanticismo
5 sogno
6 un sogno a occhi aperti

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ρεμβάζω ρέμβη  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---