Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›ρίχνω

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

ρίχνω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

1 lanciare, gettare, far cadere
2 [γκρεμίζω] abbattere
3 [πυροβολώ] sparare

permalink
‹ ρίχνομαι
ριχτός ›


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


ρίχνω μια ματιά = dare un'occhiata



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

ρισζσπαστικός [επίθ.]
ρισκάρισμα [ουσ ουδ.]
ρισκάρω {ρίσκαρ-α ...
ρίσκο [ουσ ουδ.]
ρίχνομαι αόρ. έριξα...
ρίχνω {έριξα, ρί...
ριχτός [επίθ.]
ρίψασπις {ριψάσπ-ιδ...
ρίψη {-ης κ. -ε...
ριψοκίνδυνα [επίρ.]
ριψοκινδυνεύω {ριψοκινδύ...
ριψοκίνδυνος [επίθ.]
ρόγα {ρογών}
ρόγχος [ουσ αρσ ]
ρογχώδης [επίθ.]
ρόδα {χωρ. γεν....
ρόδακας {ροδάκων}
ροδακινιά [θηλ.ουσ]
ροδάκινο [ουσ ουδ.]
ροδαλός [επίθ.]


{{ID:RICNW100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti