Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


σακάτικος
επίθετο

1 guasto
2 inabile
3 incapace
4 invalido
5 motuleso
6 putredinoso
7 putrefatto
8 sciancato
9 storpiato
10 storpio

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  σακάτης σακί  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---