Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›σβολιάζω

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

σβολιάζω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

1 appallottolarsi
2 coagularsi
3 conglobare
4 raggrumarsi (vrifl)
5 rappigliare (vt)
6 rappigliarsi (vrifl)
7 rapprendere (vt vi)
8 rapprendersi (vrifl)

permalink
‹ σβίγκος
σβόλιασμα ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

σβήστης [ουσ αρσ ]
σβηστός [επίθ.]
σβήστρα [θηλ.ουσ]
σβητήρι [ουσ ουδ.]
σβίγκος [ουσ αρσ ]
σβολιάζω μππ. σβολι...
σβόλιασμα [ουσ ουδ.]
σβολιασμένος [επίθ.]
σβόλος [ουσ αρσ ]
σβουνιά [θηλ.ουσ]
σβούρα {δύσχρ. σβ...
σβουρίζω {σβούρ-ισα...
σβούρισμα [ουσ ουδ.]
σγουμπός [ουσ αρσ ]
σγουραίνω {σγούρυνα}...
σγούρεμα [ουσ ουδ.]
σγουρομάλλικος [επίθ.]
σγουρός [επίθ.]
σε [πρόθ.]
σεαυτόν [αντων.]


{{ID:SBOLIAZW100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti