GrecoItaliano


σειρά
ουσιαστικό θηλυκό

1 serie (f)
2 [γραμμή] fila
3 [σελίδας] riga

permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


ποιός έχει σειρά? = a chi tocca? || με τη σειρά = a turno || σε αλφαβητική σειρά = in ordine alfabetico || είναι η σειρά μου = tocca a me



Sfoglia il dizionario




{{ID:SEIRA100}}