Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›σερβίτσιο

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

σερβίτσιο
ουσιαστικό ουδέτερο

[εστιατόριο] coperto, servizio

permalink
‹ σερβιτόρος
σερβομηχανισμός ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

σερβίρω {σερβίρισ-...
σέρβις [ουσ ουδ.]
σερβίς [ουσ ουδ.]
σερβιτόρα {χωρ. γεν....
σερβιτόρος [ουσ αρσ ]
σερβίτσιο [ουσ ουδ.]
σερβομηχανισμός [ουσ αρσ ]
Σέρβος [ουσ αρσ ]
σερβόφρενο [ουσ ουδ.]
σεργιάνι {χωρ. γεν....
σεργιανίζω {σεργιάνισ...
σεργιάνισμα [ουσ ουδ.]
σεργιανώ (σεργιάνισ...
σερενάτα {χωρ. γεν....
σερέτης {σερέτηδες...
σερίφης {σερίφηδες...
σερμπέτι {σερμπετ-ι...
σέρνομαι αόρ. έσυρα...
σέρνω {έσυρα, σύ...
σεροτονίνη {χωρ. πληθ...


{{ID:SERBITSIO100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti